επίσωμος

επίσωμος
ἐπίσωμος, -ον (AM)
νεοελλ.
(εντομ.) το αρσ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
ογκώδης, σωματώδης, γεμάτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίσωμος — bulky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισώματος — ἐπισώματος, ον (Α) επίσωμος …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”